-
1 ἀσφαλής
См. также в других словарях:
υπασφάλιση — η, Ν (ασφαλ. δίκ.) περίπτωση ασφάλισης κατά την οποία το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο τής ασφαλιστικής αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ασφάλιση] … Dictionary of Greek
1 ἀσφαλής
υπασφάλιση — η, Ν (ασφαλ. δίκ.) περίπτωση ασφάλισης κατά την οποία το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο τής ασφαλιστικής αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ασφάλιση] … Dictionary of Greek